-
1 μάτηρ
1 lit., mother οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον mother of Pelops O. 1.46 Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ, ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε, μάτηρ Thetis O. 2.80 τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον Euadne O. 6.56 “ ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ” Koronis P. 3.42 “ μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ” Enarea P. 4.142 τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (ἀδόξως. Σ.) P. 4.186 ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (sc. Ἀρκεσίλας: ἀμφίβολον, πότερον ἀπὸ μητρὸς πεπαιδευμένος ἢ ἀπὸ τῆς πρώτης ἡλικίας ἔνδοξος ἦν. Σ.) P. 5.114 οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν (i. e. οἴκαδε. Σ.) P. 8.85 “ φίλας ὑπὸ ματέρος” Cyrene P. 9.61 σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ Alkmene P. 11.4 ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα Klytaimnestra P. 11.37 λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος Danae P. 12.14 σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν Alkmene N. 1.35 ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν Leto N. 9.4 Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ Hera N. 10.18 “ ματρὶ τεᾷ” Leda N. 10.81μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία I. 5.1
“ ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον DexitheaΠα... ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12
ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν mother of Neoptolemos Πα.. 1. ]ματερ[Πα. 7B. 3. θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5. ] φύτευεν ματρί[ Danae Δ.. 1. θεῶν Κυβέ[λαν] ματ[έρα] (supp. Gomperz, Snell) fr. 80. Φερσεφόνᾳ ματρί τε Demeter ?fr. 346 = P. Oxy. 2622, fr. 1. 4.2 epith. of divinities.a Mother Earth. Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος P. 4.74
ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι (sc. ἄνδρες καὶ θεοί) N. 6.2b Kybele, the great mother, cf. fr. 80.ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.78
σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3.3 met.,a ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα, λίσσομαι i. e. mother of poets N. 3.1 μᾶτερ ἐμὰ χρύσασπι Θήβα (cf. O. 8.64) I. 1.1 Αἴγινα φίλα μᾶτερ (a chorus of Aiginetans sings) P. 8.98bμᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία O. 8.1
οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (Dreykorn: τέρειναν codd: οἰνάνθαν ὀπώρας Pauw.) N. 5.6Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον O. 13.10
μάτηρ ἀκόντων fr. 6b. b.ἀκτὶς ἀελίου, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων Pae. 9.2
ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν πρὸς Ἀφροδίταν (Boeckh: ματέρας codd.) fr. 122. 4.c of cities, mother city κῶμον ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον, ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας Stymphalos O. 6.100 στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέρ' ἀγλαόδενδρον Opous O. 9.20 νεόπολίς εἰμι· ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν i. e. Teos, recolonized? by Abdera, the mother city of the chorus Πα. 2. 28—9. cf. I. 1.1, P. 8.984 fragg.ματερ[ Pae. 3.6
]ματε[ρ Δ. 2. 32. -
2 βοῦς
βοῡς (βοῦς; βοῶν, βουσίν, βόας)1 cow, ox “μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν, ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ” P. 4.149 ἄροτρον σκίμ-ψατο καὶ βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον καιομένοιο πυρός P. 4.225
βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις (sc. Κυράνα) P. 9.23Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς N. 10.60
] α βοῦς ὑπ' οἴστρ[ (of Io?) fr. 51f. b 13. “ δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” (Boeckh: διαβοῶν codd., valde corrupti; sc. σώματα?) fr. 168. 1. ἐπεὶ Γηρυόνα βόας Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρον Εὐρυσθέος ἔλασεν sc. Herakles fr. 169. 6. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ ἀρότρῳ βοῦς fr. 234. 2. met., “ μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ i. e. the wife of Aiolos P. 4.142 -
3 βοῦς
βοῦς, [dialect] Dor. [full] βῶς Theoc.9.7, GDI5005.5 ([place name] Gortyn), ὁ and ἡ: gen. βοός (written βοιός GDIiv p.883 No.62 ([place name] Erythrae)), poet. alsoA , S.Fr. 280: acc.βοῦν IG12.45A11
, etc.,βῶν Il.7.238
and [dialect] Dor., IG4.914.18, al. (Epid.), SIG56.16 ([place name] Argos), Theoc.27.64, [dialect] Ion. and poet. alsoβόα Pherecyd.162
J., AP9.255 (Phil.): dual : pl., nom. βόες, rarely [var] contr. , Plu.Aem.33, etc.: gen. βοῶν, [var] contr. ; Bocot.βουῶν IG7.3171.45
: dat. βουσί, [dialect] Ep.βόεσσι, βοσί AP7.622
(Antiphil.); [dialect] Boeot.βούεσσι IG7.3171.38
: acc.βόας Il.5.556
, al.,βοῦς 1.154
, al., S.Aj. 175 (lyr.), and [dialect] Att., Antiph. 172.5, etc. (but laterβόας Ev.Jo.2.14
, POxy.729.16 (ii A. D.), etc.):—bullock, bull, ox, or cow, in pl. cattle, commonly fem.: to mark the male Hom. adds a word,β. ἄρσην Il.20.495
; orταῦρος β. 17.389
; as a measure of value,βοὸς ἄξιον 23.885
, cf. 7.474 and v. ἀλφεσίβοιος, ἑκατόμβοιος.b βοῦς ἄγριος buffalo, Arist.HA 499a4.c βοῦς ἐν Συρίᾳ zebu, ib. 606a15; β. ἐν Παιονίᾳ, perh. urus, Id.Mir. 842b33.d βοὸς ὄμμα, = βούφθαλμος, AP4.1.52 (Mel.).2 metaph. of any dam or mother,μία β. Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ Pi.P.4.142
;ἄπεχε τῆς β. τὸν ταῦρον A.Ag. 1125
.II = βοείη or βοέη (always fem.), ox-hide shield,νωμῆσαι βῶν Il.7.238
;τυκτῇσι βόεσσιν 12.105
; βόας αὔας ib. 137;γέρρα λευκῶν β. X.An.5.4.12
.III a fish, perh. Notidanus griseus, Arist.HA 540b17, Fr. 280.2 a fish of the Nile, Str.17.2.4.IV ἔβδομος β. crescent loaf, Clidem.16.VIII prov.,β. ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνων Thgn.815
;βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε A.Ag.36
; of people who keep silence from some weighty reason,τὸν βοῦν ἐπιτίθημι τῇ γλώττῃ Jul.Or.7.218a
; βοῦς ἐμβαίνει μέγας Strattis 67 (wrongly expld. by Zen.2.70, etc., of bribery with coins bearing type of ox); β. ἐν πόλει 'bull in a china-shop', Diogcnian.3.67; β. ἐν αὐλίῳ, of a useless person, Cratin.32; β. λύρας 'pearls before swine', Macho ap.Ath.8.349c. ( βοῦς (from βωύς, Skt. gaús) acc. βῶν (Skt. gā´m) are old forms: stem βωϝ-βοϝ-, cf. Lat. (Umbr.) bos, etc.) -
4 Κρηθεύς
-
5 εἷς
a one opposed to other numbers.ἑπτὰ παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον ἔτεκεν O. 7.73
τρεῖς, οἱ δύο μὲν εἷς δ O. 8.40
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ' ἐκπρεπὴς ΔιὸςὈλυμπιάς P. 7.14
ἔγαμεν ὑψιθρόνων μίαν Νηρείδων N. 4.65
λαβὼν δ' ἕν[α] φῷ[τ]ᾳ (supp. Lobel) fr. 169. 20.ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81
b singleπῦρ ἐξ ἑνὸς σπέρματος ἐνθορὸν ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
cf. N. 6.1 infra.ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ N. 7.14
τυχεῖν δ' ἕν ἀδύνατον εὐδαιμονίαν ἅπασαν ἀνελόμενον N. 7.55
ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ I. 4.16
c one and the sameἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσοισιν αὖραι O. 7.94
κράτησαν μίαν ἔργον ἀν' ἁμέραν O. 9.85
μία δοὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
ἁλίῳ ἀμφ' ἑνί O. 13.37
“ μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ θρασυμήδει Σαλμωνεῖ” P. 4.142πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει P. 10.2
ἓν ἀνδρῶν ἓν θεῶν γένος· ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς (v. Kornitz, Hermes, 1961, 370: Soph., fr. 591.) N. 6.1 ] μιᾷ δ' ἐπὶ θήκᾳ[ fr. 169. 49. -
6 αὖ
αὖ1 again, with δέ; emphasizing a distinction as regards what precedes.a μέν precedes.τόκα μὲν, εὖτ' ἂν δὲ, τότ αὖ O. 6.70
ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον· τὸν δ' αὖ N. 11.30
ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8.b as opposed to some previous time.ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ. νῦν δ αὖ I. 4.18
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ. νῦν δ' αὖ Pae. 2.80
c in general.πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω O. 12.6
“μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ θρασυμήδει Σαλμωνεῖ· τρίταισιν δ' ἐν γοναῖς ἄμμες αὖ κείνων φυτευθέντες” P. 4.144
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский